- κυτοτοξικότητα
- ηβλ. κυτταροτοξικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυτταροτοξικότητα — και κυτοτοξικότητα, η βιολ. ανοσολογική αντίδραση που προκαλεί την καταστροφή όσων κυττάρων παρουσιάζουν αντιγόνα προς αντισώματα ή προς ανοσοανταγωνιστικά κύτταρα τα οποία έχουν παραχθεί εναντίον αυτών τών αντιγόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ.… … Dictionary of Greek